- προθεραπεύειν
- προθεραπεύωprepare beforehandpres inf act (attic epic)προθεραπεύωprepare beforehandpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προθεραπεύω — Α 1. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω 2. κολακεύω προηγουμένως («τοῡ δήμου προθεραπεύειν καὶ ὑποδύεσθαι τοὺς δυνατούς», Πλούτ.) 3. θεραπεύω προηγουμένως … Dictionary of Greek